ίκμενος

ίκμενος
ἴκμενος, -ον (Α)
φρ. «ἴκμενος οὖρος» — ευνοϊκός άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά στην φρ. ἴκμενος οὖρος στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια. Πρόκειται για αθέματη μτχ. (πρβλ. άρμενος, άσμενος), τής οποίας η σημ. είναι αμφίβολη, γιατί το ουσ. οὖρος έχει πιθ. από μόνο του τη σημ. «ευνοϊκός» (άνεμος), χωρίς να χρειάζεται επίθετο. Η λ. συνδέθηκε με τα ἵκω, ἱκέσθαι με σημ. «αυτός με τον οποίο προχωρούμε καλά» και με ψίλωση. Σύμφωνα με άλλη υπόθεση, έχει σχέση με τα προ-ίκτης, ἱκέτης και ερμηνεύεται «επιθυμητός» (πρβλ. λατ. flatus optati)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἴκμενος — a fair masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴκμενον — ἴκμενος a fair masc acc sg ἴκμενος a fair neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰκμένους — ἴκμενος a fair masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”